- λυσίνομος
- λυσίνομος, -ον (Α)αυτός που παραβαίνει τον νόμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι-* + νόμος (< νέμω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Λυσινόμοιο — Λυσίνομος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυσίνομον — Λυσίνομος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσι- — (AM λυσι ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο p. λύω (πιθ. με επίδραση τού τ. λυσανίας*) σχηματίζοντας σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος. Στα σύνθ. αυτά το α συνθετικό λυσι εμφανίζεται με τις σημασίες τής εξασθένησης, χαλάρωσης (πρβλ … Dictionary of Greek
Lysinomvs — LYSINŎMVS, i, Gr. Λυσινόμος, ου, (⇒ Tab. XXI.) einer von des Elektryons und der Anaxo Söhnen. Apollod. l. II. c. 4. §. 5. Sieh Electryon … Gründliches mythologisches Lexikon